- τυφλοποντικός
- και τυφλοπόντικας, ο, και τυφλοπόντικο, το, Νκοινή ονομασία τών τρωκτικών που ανήκουν στις οικογένειες σπαλακίδες και βαθυεργίδες, μοιάζουν με ασπάλακες, από όπου και η λόγια ονομασία τους ποντικοί ασπάλακες, είναι προσαρμοσμένοι στην υπόγεια διαβίωση ζώντας σε υπόγειες στοές με χωριστούς αποθηκευτικούς χώρους και θαλάμους διαμονής, έχουν μάτια καλυμμένα από επιδερμίδα και ισχυρούς προεξέχοντες κυνόδοντες και τρέφονται αποκλειστικά με φυτικές ουσίες, προκαλώντας καταστροφές στις καλλιέργειες.[ΕΤΥΜΟΛ. < τυφλός + ποντικός].
Dictionary of Greek. 2013.